- στατιωνίζω
- Α [στατιών, -ῶνος (II)]εκτελώ την υπηρεσία μου ως φύλακας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στατίζω — Α [στατός] 1. τοποθετώ 2. στατιωνίζω* 3. (το μεσ.) στατίζομαι α) στέκομαι κάπου β) προσδιορίζω, αποδεικνύω … Dictionary of Greek